Skip links

10 ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΒΑΡΟΣ

Οι κακοί υδατάνθρακες, το λίπος που θέλει το κακό μας και άλλοι τέτοιοι μύθοι περνούν από γενιά σε γενιά, αλλά δεν έχουν σχέση με το πώς παίρνουμε βάρος. Ούτε το πόσα κιλά μπορεί να γίνουν επικίνδυνα για την υγεία μας.

Στο θέμα του βάρους δεν υπάρχει σωστό και λάθος, αρκεί να μην αυξάνεται το ρίσκο για την εμφάνιση προβλημάτων υγείας. Παρ’ όλα αυτά, γενιές και γενιές μεγαλώνουν με άλλα mentalité, που ενίοτε γίνονται επικίνδυνα. Είναι οι ακραίες περιπτώσεις που συχνά γίνονται trend.

Γι’ αυτό και σήμερα θα δούμε τι έχει ανακαλύψει η επιστήμη για το πώς παίρνουμε κιλά, εστιάζοντας σε 10 σημεία.

1. Η διατροφική ενέργεια μετριέται με θερμίδες

Όταν οι θερμίδες που λαμβάνουμε από το φαγητό υπερβαίνουν τις θερμίδες που ξοδεύουμε για να υποστηρίξουμε βασικές ζωτικές λειτουργίες και σωματικές δραστηριότητες, υπάρχει πλεόνασμα ενέργειας. Η περίσσεια ενέργειας μετατρέπεται σε λίπος και αποθηκεύεται στο σώμα μας για μελλοντική χρήση. Αυτός είναι ο λόγος που παίρνουμε βάρος.

Υπό ορισμένες συνθήκες, υποτιμούμε τον αριθμό των θερμίδων σε αυτά που τρώμε. Όταν το φαινόμενο συνδυάζεται με χαμηλό κορεσμό, η εσφαλμένη αντίληψη των θερμίδων μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο υπερφαγίας και αύξησης βάρους.

Ενώ η πρόσληψη θερμίδων είναι ένας σημαντικός παράγοντας, υπάρχουν πολλοί άλλοι που μπορεί να συμβάλουν στην αύξηση του σωματικού βάρους, π.χ. γενετικοί παράγοντες, ορμόνες, στρες, λήψη φαρμάκων, ύπνος και άλλα στοιχεία του τρόπου ζωής.

2. Ο μύθος θέλει να παχαίνουμε όταν τρώμε λίπος

Μόνο που υπάρχουν και τα υγιή λιπαρά, δηλαδή αυτά που βρίσκονται π.χ. στους ξηρούς καρπούς, το αβοκάντο και τα λιπαρά ψάρια. Αυτά μπορεί να είναι ευεργετικά για τη διαχείριση του βάρους μας και τη γενική υγεία. Οπότε είναι πιο σημαντικό να εστιάσουμε σε μια ισορροπημένη διατροφή και στον έλεγχο της πρόσληψης θερμίδων.

3. Οι υδατάνθρακες δεν θέλουν το κακό μας

Τουναντίον, οι υδατάνθρακες είναι ένα απαραίτητο μακροθρεπτικό συστατικό που παρέχει ενέργεια στο σώμα. Ενώ ορισμένοι τύποι υδατανθράκων –όπως οι επεξεργασμένοι και υπερεπεξεργασμένοι– μπορεί να συμβάλουν στην αύξηση του σωματικού βάρους εάν γίνεται υπερβολική κατανάλωση, οι υδατάνθρακες ολικής αλέσεως αποτελούν υγιεινό μέρος μιας ισορροπημένης διατροφής.

4. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε γονίδια και περιβάλλον

Συχνά, τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα είναι «θύματα» των γονιδίων τους. Τα ίδια αυτά γονίδια ήταν παλαιότερα αβαντάζ όσων τα είχαν, καθώς μπορούσαν να αποθηκεύουν την περίσσεια ενέργειας ως λίπος, οπότε προετοιμάζονταν για πιθανή έλλειψη τροφής. Στο σημερινό περιβάλλον, όμως, οι ελλείψεις τροφίμων είναι σπάνιες.

Περίπου 200-300 γονίδια έχουν αναγνωριστεί ως παράγοντες κινδύνου για αύξηση βάρους. Οι περισσότεροι από αυτούς οδηγούν τις παρορμήσεις μας να τρώμε περισσότερο και να λαχταράμε τροφές υψηλής ενέργειας, ενώ προκαλούν χαμηλό ή ανισόρροπο μεταβολισμό.

Αν έχουμε αυτά τα γονίδια, μπορούμε να τα διαχειριστούμε με εξατομικευμένο πρόγραμμα απώλειας βάρους, που βασίζεται στη σύνθεση των γονιδίων μας. Η αρχή γίνεται με το να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά της αύξησης του βάρους μας.

5. Υπάρχει το ενδεχόμενο να έχουμε χαμηλό κορεσμό

Ο χαμηλός κορεσμός σημαίνει αδυναμία να αισθανθούμε πληρότητα έπειτα από ένα γεύμα. Έτσι, τρώμε υπερβολικά. Περίπου το 13-15% των ανθρώπων στον κανονικό πληθυσμό και το 49-55% στους υπέρβαρους και παχύσαρκους πληθυσμούς έχουν χαμηλό κορεσμό. Περισσότερα από 50 γονίδια έχουν αναφερθεί ότι ρυθμίζουν τον κορεσμό στους ανθρώπους.

6. Η συναισθηματική διατροφή

Όταν «τρώμε» τα συναισθήματά μας, καθοδηγούμαστε από αιτίες που δεν έχουν να κάνουν με την πείνα. Κι εδώ παίζουν ρόλο τα γονίδια που εμπλέκονται στο σύστημα ανταμοιβής στον εγκέφαλό μας. Περίπου το 40% των ανθρώπων βιώνουν συναισθηματική διατροφή και περίπου το 3,5% των γυναικών και το 2% των ανδρών διαγιγνώσκονται με διαταραχή υπερφαγίας –ένα σοβαρό είδος «συναισθηματικής διατροφής»–, κάποια στιγμή στη ζωή τους.

7. Δεν φταίει ο χαμηλός μεταβολισμός

Δεν είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να χάσουμε βάρος, εάν έχουμε αργό μεταβολισμό. Μπορούμε να τα καταφέρουμε, μέσω μιας ισορροπημένης διατροφής, σε συνδυασμό με άσκηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ιατρικές καταστάσεις ή χρήση φαρμάκων μπορεί να επηρεάσουν το μεταβολισμό, αλλά αυτές οι περιπτώσεις είναι σχετικά σπάνιες.

Ο χαμηλός μεταβολισμός αναγκάζει το σώμα μας να ξοδεύει λιγότερη ενέργεια από την κανονική, ώστε να διατηρήσει τις βασικές του λειτουργίες (π.χ. αναπνοή, θερμοκρασία σώματος και καρδιακός ρυθμός). Ένας χαμηλός βασικός μεταβολικός ρυθμός οδηγεί κανονικά σε αύξηση βάρους όταν η ενεργειακή πρόσληψη υπερβαίνει τη χαμηλή ενεργειακή μας δαπάνη. Τα ποσοστά ανθρώπων που έχουν χαμηλό μεταβολισμό ξεπερνούν το 10% στους άνδρες και το 20% στις γυναίκες.

8. Η σχέση ύπνου και βάρους

Όταν κοιμόμαστε λιγότερο από 7 ώρες τη νύχτα, αυξάνουμε τον κίνδυνο για αύξηση βάρους, καθώς δεν υπάρχει επάρκεια σε ορμόνες που παράγονται κατά τη διάρκεια του ύπνου. Περίπου το 6-8% των ατόμων κανονικού βάρους και το 18-30% των υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων κοιμούνται λιγότερο από 6 ώρες τη νύχτα. Πολλά γονίδια εμπλέκονται στη ρύθμιση του κιρκάδιου ρυθμού και/ή στη λειτουργία των νευροδιαβιβαστών και παίζουν σημαντικό ρόλο στη διάρκεια του ύπνου.

9. Ο αριθμός των λιποκυττάρων

Κατά το ΒΒC Science Focus Magazine, σε μεγάλο βαθμό οι άνθρωποι παρεξηγούν τι συμβαίνει όταν παίρνουν ή χάνουν βάρος. Νομίζουν ότι κερδίζουν λιπώδη κύτταρα ή χάνουν λιποκύτταρα. Κάτι που δεν είναι αλήθεια.

Τα λιποκύτταρα είναι σαν τα μπαλόνια. Γίνονται μεγαλύτερα όταν παίρνουμε βάρος και μικρότερα όταν χάνουμε. Ο πραγματικός αριθμός των λιποκυττάρων δεν αλλάζει καθόλου. Το ασφαλέστερο μέρος για την αποθήκευση λίπους είναι τα λιποκύτταρα.

Όπως όλα τα μπαλόνια, τα λιποκύτταρα επεκτείνονται έως ότου δεν υπάρχει άλλος χώρος. Σε αντίθεση με τα μπαλόνια, δεν σκάνε. Τότε αρχίζει το πρόβλημα, γιατί όταν τα λιποκύτταρά μας γεμίσουν, το λίπος πρέπει να πάει κάπου αλλού. Καταλήγει μεταξύ άλλων στους μυς μας ή στο συκώτι μας. Ενώ οι μύες και το συκώτι έχουν σχεδιαστεί για να αποθηκεύουν κάποιο λίπος, μεγάλες ποσότητες επηρεάζουν δυσμενώς τη λειτουργία τους. Το φαινόμενο αυτό λέγεται «λιποτοξικότητα».

Όταν κουβαλάμε περισσότερο λίπος από αυτό που μπορούμε να αποθηκεύσουμε με ασφάλεια, αυξάνεται ο κίνδυνος για ασθένειες όπως ο διαβήτης τύπου 2, οι καρδιακές παθήσεις και ορισμένοι καρκίνοι.

10. Πότε το λίπος περισσεύει;

Ως προς το πόσο λίπος είναι πολύ, η απάντηση έχει να κάνει με τη βιολογία του καθενός. Οι Ανατολικοί και Νότιοι Ασιάτες δεν χρειάζεται να παχύνουν τόσο πολύ πριν αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, για παράδειγμα. Άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των λευκών ανθρώπων, μπορούν να πάρουν πολύ περισσότερο βάρος πριν αρρωστήσουν. Κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δυνατότητα επέκτασης των λιποκυττάρων τους.

Ο βαθμός στον οποίο τα λιποκύτταρά μας μπορούν να επεκταθούν έχει ισχυρές γενετικές επιρροές. Έτσι, σε κάθε δεδομένο πληθυσμό υπάρχει σίγουρα υγεία σε πολλά μεγέθη.

Κάθε άτομο έχει το δικό του όριο επέκτασης των λιπωδών κυττάρων. Άρα, κάθε ένα άτομο έχει το δικό του όριο μεταξύ ασφαλούς και μη ασφαλούς ποσότητας λίπους για την υγεία του. Η ικανότητα προσδιορισμού της ασφαλούς ικανότητας μεταφοράς λίπους ενός ατόμου βρίσκεται στο στόχαστρο της γενετικής και της βιολογικής έρευνας. Οι εξελίξεις μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο που ορίζουμε την παχυσαρκία και ποιος πραγματικά χρειάζεται να χάσει βάρος.

Πηγή: ow.gr